Ομολος

Ομολος
    Ὅμολος
     ὅ Theocr. v. l. = Ὁμόλη См. Ομολη

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "Ομολος" в других словарях:

  • όμολος — ὄμολος, ον (Α) (αιολ. τ.) ομαλός …   Dictionary of Greek

  • Ομολώιος — Ὁμολώϊος, ό, θηλ. Ὁμολωΐς (Α) [όμολος] 1. (το αρσ.) προσωνυμία τού Διός στις περιοχές τής Βοιωτίας και τής Θεσσαλίας 2. το θηλ. προσωνυμία τών θεών Δήμητρος και Αθηνάς στη Θήβα 3. (το αρσ.) α) ονομασία μήνα β) ονομασία όρους 4. φρ. «Ὁμολωΐδες… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»